- ζάγρου
- ζάγροςbarefootmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
ζάγρος — (Zagros). Ορεινό συγκρότημα (ψηλότερη κορυφή 4.432 μ.) της δυτικής Ασίας, που ορίζει από τα Δ και τα Ν το ιρανικό οροπέδιο. Εκτείνεται από την Αρμενία έως το Βελουχιστάν και δεσπόζει του βαθυπέδου της Μεσοποταμίας, του Περσικού κόλπου και του… … Dictionary of Greek
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek
τίγρης — (Ντιτζλέ τουρκικά, Ντίτζλα αραβικά). Ποταμός της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μεσοποταμία, που εκβάλλει στον Περσικό (ή Αραβικό) Κόλπο, αφού συμβάλει με τον Ευφράτη στην Κούρνα και σχηματίσει το Σατ αλ Άραμπ, ένα μεγάλους μήκους ποταμό (190 χλμ.), που … Dictionary of Greek
Ασσύριοι — Αρχαίος σημιτικός λαός εγκατεστημένος στη Μεσοποταμία κατά μήκος του βόρειου τμήματος του Τίγρη και των δύο παραποτάμων του, του Μεγάλου και του Μικρού Ζαμπ. Το ασσυριακό τρίγωνο –όπως αποκαλείται η περιοχή– προστατευόταν από οχυρά και από το… … Dictionary of Greek
Εκβάτανα — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πρωτεύουσα της Μηδίας, η οποία ήταν χτισμένη στους πρόποδες του Ελβέντ, στο τέλος της μεγάλης στρατιωτικής οδού που περνούσε από την οροσειρά του Ζάγρου. Ήταν τόπος διαμονής και πρωτεύουσα των Μήδων βασιλιάδων, έως… … Dictionary of Greek
Ισπαχάν ή Εσφαχάν — (Esfahan). Πόλη (1.378.600 κάτ. το 2003) του κεντρικού Ιράν, πρωτεύουσα του ομώνυμου οστάν (διοικητικής περιφέρειας, 107.027 τ. χλμ., 4.316.767 κάτ.). Το Ι. είναι χτισμένο στα βόρεια κράσπεδα της οροσειράς του Ζάγρου, στη βόρεια όχθη του ποταμού… … Dictionary of Greek
Καρούν — (Karun). Ποταμός (725 χλμ.) του Ιράν. Πηγάζει από τις πλαγιές του όρους Ζάγρου. Το πάνω και το μέσο τμήμα του κυλάει μέσα από φαράγγια και διασχίζει ορεινά λεκανοπέδια, ενώ το κάτω τμήμα του διαρρέει την πεδιάδα της Μεσοποταμίας. Την άνοιξη και… … Dictionary of Greek
Κουρδιστάν — (Kurdistan). Ιστορική γεωγραφική περιοχή της δυτικής Ασίας που διαμοιράζεται σήμερα πολιτικά ανάμεσα στην Τουρκία –κατά το μεγαλύτερο τμήμα–, στο Ιράκ και στο Ιράν. Επειδή πρόκειται για περιοχή κυρίως εθνολογική και γλωσσική και όχι γεωγραφική, ο … Dictionary of Greek